- κλήρος
- Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη.
Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν τον ιερατικό βαθμό με χειροτονία, δηλαδή οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Αυτοί οι τρεις βαθμοί αποτελούν την κύρια ιερατική τάξη, η καταγωγή της οποίας ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Ο βαθμός του επισκόπου, ουσιαστικά αμετάβλητος, κατέληξε σταδιακά στο μητροπολιτικό σύστημα και οι επίσκοποι διακρίθηκαν σε εξάρχους, αρχιεπισκόπους, μητροπολίτες κλπ. Στους λειτουργούς που κατέχουν τους άλλους δύο βαθμούς απονέμονται, σύμφωνα με τις ανάγκες της Εκκλησίας, διάφορα αξιώματα, όπως του περιοδευτή, του αρχιπρεσβύτερου, του αρχιδιακόνου, του οικονόμου, του κειμηλιάρχη, του σκευοφύλακα, του βιβλιοθηκάριου, του σύγκελου, του αποκρισάριου κλπ.
Στον κατώτερο κ. συγκαταλέγονται οι, κατόπιν χειροθεσίας, αναγνώστες, υποδιάκονοι, ψάλτες, νεωκόροι, ακόλουθοι των επισκόπων, εξορκιστές, ερμηνευτές, κατηχητές κ.ά. Σήμερα, από τους βαθμούς του κατώτερου κ. διατηρούνται μόνο αυτοί των ψαλτών, των αναγνωστών και των νεωκόρων.
Κύρια αποστολή του ανώτερου κ. αποτελεί το διδακτικό, το τελετουργικό και το διοικητικό έργο της Εκκλησίας. Όσον αφορά την ενδυμασία του κ., δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες έως τον 5o αι. Πιθανότατα, όμως, κληρικοί και λαϊκοί φορούσαν τα ίδια ρούχα, εσωτερικά τον χιτώνα και εξωτερικά το ιμάτιο. Από τον 5o αι. και έπειτα επικράτησε για τον κ. το μαύρο χρώμα της ενδυμασίας. Το ράσο καθιερώθηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο, μετά τον 8o αι. Την ίδια εποχή ο χιτώνας ονομάστηκε σφικτούριο, το ιμάτιο αντικαταστάθηκε από τον λεγόμενο μανδύακαββάδιο και καθιερώθηκε ως κάλυμμα του κεφαλιού το σκιάδιφακεώλιο. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η ενδυμασία του κ. διατηρήθηκε, αλλά διαφοροποιήθηκε η ονομασία της. Έτσι το σφικτούριο ονομαζόταν αντερί, το καββάδιο καφτάνι και το κολόβιο τσουμπές. Ως κάλυμμα του κεφαλιού οι κληρικοί χρησιμοποιούσαν το καμηλαύκιο, από το οποίο προήλθε το σημερινό καλυμμαύχι.
Κλήρος ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)ο (AM κλῆρος, Α δωρ. τ. κλᾶρος)1. ο λαχνός, η κλήρωση («ἤτοι κλήρῳ γε λαχόντα», Ηρόδ.)2. συνεκδ. το μερίδιο γης που απονέμεται σε κάποιον με λαχνό («κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς πλὴν τῆς Μυθημναίων τρισχιλίους», Θουκ.)3. το μερίδιο από κληρονομιά, η νόμιμη μοίρα, η κληρονομιά4. το σύνολο των ιερωμένων που αποτελούν τους ανώτερους και κατώτερους εκπροσώπους τής εκκλησίας, οι κληρικοί, το ιερατείο5. ζωολ. γένος εντόμων που κατά τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια κληρίδεςνεοελλ.1. ο λαχνός που βγαίνει από την κληρωτίδα2. η κλήση τής κλάσης στην οποία ανήκει στρατιωτικά κάποιος3. προορισμός, σκοπός τού βίου, αποστολή4. φρ. «μού 'λάχε ο κλήρος» — μού έτυχε, μού συνέβηνεοελλ.-μσν.μτφ. τύχη, μοίραμσν.περιουσία, κτήματαμσν.-αρχ.1. το «ρίξιμο», το «τράβηγμα» τού λαχνού, η κλήρωση («οὐκ ἐάσαντες κλῆρον γενέσθαι», Πλούτ.)2. εκκλησιαστικό αξίωμα, λειτούργημα («γυμνούσθω τοῡ κλήρου», Αθαν. Σχολαστ.)αρχ.1. μερίδιο γης, κτήμα, αγρόκτημα («οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος», Ομ. Ιλ.)2. οι κληρονόμοι3. αστρολ. βαθμοί τού ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν επίδραση κατά τη γέννηση κάποιου4. περιοχή, σφαίρα («ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων», Δαμάσκ.)5. (στους Λευίτες) η τάξη τών κληρικών, σε αντιδιαστολή με τους λαϊκούς6. στον πληθ. οἱ κλήροιοι τίτλοι ιδιοκτησίας7. φρ. εκκλ. «δίδωμι κλήρους» — χειροτονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με κελτική λ. που σήμαινε «σανίδα, κομμάτι ξύλου» (πρβλ. αρχ. ιρλδ. clār, γαλατ. claur) έχει την ίδια ρίζα με τους τ. κλήμα, λατ. clādes (βλ. κλω).ΠΑΡ. κληρικός, κληρώνω, κληρώαρχ.κληρίον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κληροδότης, κληρονόμος, κληρούχοςαρχ.κληροπαλής, κληρουργίαμσν.κλήραρχος, κληροποιώνεοελλ.κληροδόχος, κληροκρατία, κληρομαντεία. (Β' συνθετικό) άκληρος, απόκληρος, επίκληρος, ναύκληρος, ολόκληροςαρχ.βαθύκληρος, δίκληρος, έγκληρος, έκκληρος, εύκληρος, ισόκληρος, ολιγόκληρος, ομόκληρος, πάγκληρος, πολύκληρος, πρόκληρος, σύγκληρος, τετράκληρος].————————(II)κλῆρος, τὸ (Μ)1. κλήρωση2. οι κληρικοί.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κλῆρος, (ὁ) με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.